- θέμις
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που στηρίζουν και διέπουν τον κόσμο, τη θεία και ανθρώπινη κοινωνία. Κόρες της Θ. και του Δία ήταν οι Ώρες (η ακριβής εναλλαγή των εποχών), οι Μοίρες (το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου) και η παρθένα Αστραία, προσωποποίηση της δικαιοσύνης. Ιερά της Θ. υπήρχαν στη Θεσσαλία, στην Αττική, στη Βοιωτία και στην Ολυμπία.II
Συμβούλιο των θεών για τον Τρωικό πόλεμο, στο οποίο συμμετέχει και η Θέμις, σε λεπτομέρεια από πελίκη του 4ου αι. π.Χ. του «ζωγράφου της Ελευσίνας» (Μουσείο Ερμιτάζ, Πετρούπολη).
Νομικό περιοδικό. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1890 από τους αδελφούς Θ. και Π. Αγγελόπουλους-Αθάνατους. Από το 1916, στο περιοδικό συνεργάστηκε ο Χ. Πράτσικος, ο οποίος, μετά τον θάνατο των Αγγελόπουλων, συνέχισε μόνος την έκδοσή του. Το περιοδικό ήταν εβδομαδιαίο και δημοσίευε, εκτός από τη νομολογία, και πολλές νομικές διατριβές, πρωτότυπες και μεταφρασμένες. Εκδιδόταν έως το 1955 και ήταν ένα από τα πιο αξιόλογα του είδους του. Πριν από αυτό, με τον ίδιο τίτλο, είχαν κυκλοφορήσει στην Αθήνα δύο άλλα περιοδικά με ανάλογο περιεχόμενο.III(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 5 Απριλίου 1853. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,8 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 7,08. Η διεθνής ονομασία του είναι Themis 24.* * *(I)η (AM θέμις, -ιδος, Α επικ. γεν. θέμιστος, δωρ. γεν. θεμιτός, ιων. γεν. θέμιος, πληθ. θέμιστες) δικαιοσύνη, δίκαιονεοελλ.φρ. α) «ναός τής θέμιδος» — ο τόπος όπου απονέμεται η δικαιοσύνη, το δικαστήριοβ) «οι λειτουργοί τής θέμιδος» — οι νομικοί και ιδίως οι δικαστέςγ) «η σπάθη τής θέμιδος», «ο ζυγός τής θέμιδος» — η σπάθη και ο ζυγός ως σύμβολα τής δικαιοσύνηςαρχ.1. θεσμός καθιερωμένος όχι κατόπιν αποφάσεως, αλλά κατ' έθος και δια τής παραδόσεως από γενεά σε γενεά, το ορθό, το νόμιμο2. ιερότητα («καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν», Αισχύλ.)3. ποινή, τιμωρία («μένει δορὶ τίνειν ἀντίρροπον θέμιν», Αισχύλ.)4. φρ. α) «θέμις ἐστί» — είναι δίκαιο, είναι νόμιμο («οὔ μοι θέμις εστί ξεῖνον άτιμήσαι», Ομ. Οδ.)β) «ἥ θέμις ἐστί» — το οποίο είναι συνήθεια, όπως είναι το έθιμο3. πληθ. αἱ θέμιστεςα) οι αποφάσεις τών θεών, οι χρησμοίβ) τα δικαιώματα, ιδίως τού άρχοντος ως δικαστή, τα προνόμιαγ) οι φόροι υποτέλειας («λιπαράς τελέουσι θέμιστας», Ομ. Ιλ.)δ) οι υφιστάμενοι νόμοι, οι διατάξεις («δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας προς Διός εἰρύαται», Ομ. Ιλ.)ε) αξιώσεις ή απαιτήσεις για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές («σκολιῆς δὲ δίκης κρίνωσι θέμιστας», Ησίοδ.)4. ως κύριο όν. ἡ Θέμιςα) η θεά τού νόμου και τής τάξηςβ) (ως προσωποποίηση) η Δικαιοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στον τ. temi και στη γεν. εν. timito με σημασία «σέβας» (κατ' άλλους, όμως, «όριο»), ενώ οι σημασίες της στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ποικίλλουν («έθιμο», «δικαίωμα», «κρίση», «χρησμός» κ.λπ.). Τελικά επικράτησε η εξειδικευμένη σημασία «ηθικός κανόνας δικαίου θείας προελεύσεως» και η έννοια προσωποποιήθηκε στην ομώνυμη θεά. Κατά γενική παραδοχή, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dhē-/dhә1- «τοποθετώ», όπως και το τί-θημι. Συνδέεται με το αβεστ. dā-mi «δημιουργία» παρά το μακρό φωνήεν τού τελευταίου (η ίδια διαφορά ποσότητας φωνηέντων παρατηρείται μεταξύ τού θέσις και τού αβεστ. dā-ti «τοποθέτηση»). Υπάρχει, όμως, διάσταση απόψεων όσον αφορά στους τ. με -στ- (λ.χ. παράλληλος τ. γεν. θέμιστ-ος παρ. επί θ. θεμίστ-ιος κ.λπ.). Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθετη με α΄ συνθετικό θεμι- και β' συνθετικό τη ρίζα στα- τού ίστημι στη μηδενισμένη της βαθμίδα στᾰ- (< *stә). Η ερμηνεία αυτή, όμως, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Κατ' άλλους, το θ. θεμιστ- προήλθε από τον αναλογικά σχηματισμένο τ. αθέμιστος (< θέμις, κατά τα χάρις > αχάριστος), και από τα ανθρωπωνύμια, όπως το Θεμιστο-κλής, τών οποίων το α' συνθετικό θεωρείται από τους υποστηρικτές τής απόψεως αυτής ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ. θέμερος*. Ωστόσο, οι μυκηναϊκοί παράγωγοι τ. temitijo, temitija (< τοπωνύμιο Timito akee) αποτελούν τεκμήριο εξαρχής υπάρξεως τού θ. με -στ-(αλλιώς θα είχαμε *temisijo, *temisija). Μια τρίτη άποψη θεωρεί ως αρχικό τ. το ουδ. ουσιαστικό *θέμι, γεν. θέμιτ-ος (κατά το άλφι, γεν. άλφιτ-ος), τού οποίου η κλίση εξομοιώθηκε με τα ουδ. σε -ς (οπότε δημιουργήθηκε και η απρόσωπη έκφραση θέμις εστί —κατά το δέον εστί— με το θέμις ουδέτερο). Η σύγχυση τών δύο θεμάτων δημιούργησε τ. με -στ-, όπως είναι η γεν. εν. θέμιστ-ος. Με την επακολουθήσασα μεταβολή γένους επικράτησε η γεν. εν. με -δ- θέμιδ-ος, χαρακτηριστική τών θηλυκών (πρβλ. Αρτέμιδ-ος, ασπίδ-ος) χωρίς να έχει ποτέ υπάρξει ονομαστική *θέμιδ-ς αντίστοιχη τής αμάρτυρης *ασπίδ-ς. Και τα τέσσερα θ. θεμι-, θεμισ-, θεμιτ- και θεμιστ- απαντούν στα παράγωγα και στα σύνθετα.ΠΑΡ. θεμιτόςαρχ.θεμίζω, θεμισσεύω, θεμιστείος, θεμιστεύω, θεμίστιος, θεμιστός, θεμιστοσύναι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) Θεμιστοκλής, θεμιστοπόλοςαρχ.θεμίξενος, θεμίπλεκτος, θεμισκόπος, θεμισκρέων, Θεμιστόδωρος. (Β' συνθετικό) αθέμιτοςαρχ.άθεμις, αθεμίστιος, αθέμιστος].————————(II)θέμις, -εως, ἡ (Α)επιγρ. θεματίτης αγώνας, αγώνας για τον οποίο έχει τεθεί έπαθλο, αντίθ. τού στεφανίτης, στον οποίο οι αθλητές αγωνίζονταν μόνο για το στεφάνι.
Dictionary of Greek. 2013.